- αἰγωπός
- αἰγωπός, όν,A goat-eyed, of persons, Arist.GA779b1; also, like those of a goat, of eyes, ib., cf. HA492a3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιγωπός — αἰγωπός, όν (Α) 1. (για πρόσωπα) αυτός που έχει μάτια όμοια με τής κατσίκας 2. (για μάτια) ο όμοιος με τα μάτια τής κατσίκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἴξ –αἰγὸς + ωπὸς < ὄπωπα, ὄψ) … Dictionary of Greek
αἰγωπόν — αἰγωπός goat eyed masc/fem acc sg αἰγωπός goat eyed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγωποί — αἰγωπός goat eyed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγωποῦ — αἰγωπός goat eyed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγωπούς — αἰγωπός goat eyed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰγωπά — αἰγωπός goat eyed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek